- τετραδραχμιαίος
- -αία, -ον, Α1. τετράδραχμος2. (για τόκο) αυτός που αποδίδει τέσσερεις δραχμές κατά μία μνα μηνιαίως.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράδραχμος + κατάλ. -ιαῖος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετραδραχμιαίους — τετραδραχμιαῖος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)